- λιν-ουργός
λιν-ουργός, Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιν-ουργός, Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυρουργός — ξυρουργός, όν (Α) αυτός που κουρεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν ουργός] … Dictionary of Greek
οισυουργός — οἰσυουργός, όν (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν ουργός] … Dictionary of Greek