- λεβητίζω
λεβητίζω, gleichsam einkesseln, in den Kessel werfen u. kochen, σάρκας, Lycophr. 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεβητίζω, gleichsam einkesseln, in den Kessel werfen u. kochen, σάρκας, Lycophr. 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεβητίζω — (Α) [λέβης] βάζω κάτι σε λέβητα ή βράζω κάτι σε λέβητα … Dictionary of Greek
λεβητισθέντες — λεβητίζω put into aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητίζουσα — λεβητίζω put into pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek