λιμνο-φυής

λιμνο-φυής

λιμνο-φυής, δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νειλοφυής — νειλοφυής, ές (Μ) (για φυτά) αυτός που φυτρώνει κοντά στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ηλιο φυής, λιμνο φυής)] …   Dictionary of Greek

  • πετροφυής — ές, ΝΜΑ (για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”