- λιβανίδιον
λιβανίδιον, τό, dim. von λίβανος, etwas, wenig Weihrauch, Men. bei Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβανίδιον, τό, dim. von λίβανος, etwas, wenig Weihrauch, Men. bei Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβανίδιον — λιβανίδιον, τὸ (Α) [λίβανος] υποκορ. τού λίβανος … Dictionary of Greek
λιβανίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek