λιβανίζω

λιβανίζω

λιβανίζω, wie Weihrauch riechen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιβανίζω — λιβανίζω, λιβάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… …   Dictionary of Greek

  • λιβανίζω — λιβάνισα, λιβανίστηκα, λιβανισμένος 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Ο ιερέας λιβάνισε το ναό. 2. μτφ., κολακεύω με ευτελή τρόπο: Τον λιβάνιζε όλη μέρα για να του δανείσει χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβανίζον — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc voc sg λιβανίζω smell like frankincense pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιβανίζω smell like frankincense pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανιζούσης — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσα — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσαι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάνισμα — το [λιβανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα 2. μτφ. ταπεινή κολακεία 3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • προλιβανωτίζω — Α λιβανίζω, θυμιάζω με λιβάνι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιβανωτίζω «λιβανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”