θεμελιωτής

θεμελιωτής

θεμελιωτής, , der Gründer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεμελιωτής — ο (Α θεμελιωτής) [θεμελιώνω] μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτής («θεμελιωτής τής επιχειρήσεως») νεοελλ. αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου …   Dictionary of Greek

  • θεμελιωτής — ο αυτός που βάζει τα θεμέλια, ιδρυτής: Ο Καποδίστριας υπήρξε θεμελιωτής του ελληνικού κράτους. – Ο απόστολος Παύλος θεωρείται θεμελιωτής του χριστιανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμελιωταί — θεμελιωτής founder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελιωτήν — θεμελιωτής founder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …   Dictionary of Greek

  • Αμποβιάν, Χατσατούρ — (Khatchatour Abovian, Χανακέρ, Ερεβάν 1809 – 1848). Αρμένιος παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Ετσμπατζίν, στη θεολογική σχολή Μερσεσιάν της Τιφλίδας και στο πανεπιστήμιο του Ντόρπατ (Τάρτον). Επηρεάστηκε από τον Ρώσο φιλόσοφο Μπιελίνσκι… …   Dictionary of Greek

  • Ατατούρκ, Κεμάλ Μουσταφά — (Θεσσαλονίκη 1881 – Κωνσταντινούπολη 1938). Τούρκος πολιτικός και στρατιωτικός, θεμελιωτής της νέας Τουρκίας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία και στη Σχολή Πολέμου της Κωνσταντινούπολης και διακρινόταν για την ιδιαίτερη επίδοσή του στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”