- λιμενίζω
λιμενίζω, einen Hafen bilden, κρημνός, Polyaen. 4, 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενίζω, einen Hafen bilden, κρημνός, Polyaen. 4, 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενίζω — (Α) [λιμήν] σχηματίζω λιμένα … Dictionary of Greek
λιμενίζοντι — λιμενίζω form a harbour pres part act masc/neut dat sg λιμενίζω form a harbour pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίζοντας — λιμενίζω form a harbour pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίσαντες — λιμενίζω form a harbour aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένισεν — λιμενίζω form a harbour aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλιμένισαν — λιμενίζω form a harbour aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλιμένισε — λιμενίζω form a harbour aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνελιμενίσθην — ἐν ἐλλιμενίζω exact harbour dues aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐν ἐλλιμενίζω exact harbour dues aor ind pass 1st sg ἐν λιμενίζω form a harbour aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐν λιμενίζω form a harbour aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενλιμενίζω — ἐνλιμενίζω (Α) [λιμενίζω] αντί ελλιμενίζω* 1. εισπράττω το ελλιμένιον, τον λιμενικό φόρο 2. εισέρχομαι στο λιμάνι 3. (κατά τον Ησύχ.) «τελωνίζειν τὰ ἀπὸ λιμένων καὶ θαλάσσης» … Dictionary of Greek
κακολιμένιστος — κακολιμένιστος, ον (Α) γλώσσα αρχαίου σχολιαστή ως ερμηνεία τού άνορμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμενίζω] … Dictionary of Greek
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek