- θεμιστοσύνη
θεμιστοσύνη, ἡ, = ϑέμις, Gesetz u. Recht, im plur., Orph. H. 78, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιστοσύνη, ἡ, = ϑέμις, Gesetz u. Recht, im plur., Orph. H. 78, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιστοσύνη — θεμιστοσύνη, ή (Α) [θεμιστός] (ποιητ. τ. αντί θέμις*) το νόμιμο, η δικαιοσύνη … Dictionary of Greek
θεμιστοσύνας — θεμιστοσύνᾱς , θεμιστοσύνη fem acc pl θεμιστοσύνᾱς , θεμιστοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)