- θεμιστο-πόλος
θεμιστο-πόλος, Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιστο-πόλος, Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοπόλος — θεσμοπόλος, ὁ (Α) ο θεμιστοπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστο πόλος, θαλαμη πόλος] … Dictionary of Greek