θεματίζω

θεματίζω

θεματίζω, einen Satz aufstellen, um darüber zu sprechen, Rhett. – Als Stammform annehmen, um die übrigen Formen davon abzuleiten, Gramm.; auch S. Emp., τεϑεμάτικε. – Die Nativität stellen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεματίζω — (AM) [θέμα] (μσν) 1. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω 2. αστρολ. προλέγω τα μέλλοντα τής ζωής κάποιου από το ζώδιο του 3. (νομ.) ορίζω, προσδιορίζω δικαστική υπόθεση αρχ. 1. καταθέτω με τόκο, αποταμιεύω χρήματα 2. βάζω κάτι στην αρμόζουσα θέση, τακτοποιώ… …   Dictionary of Greek

  • ἀνατεθεματισμένον — ἀνά θεματίζω deposit perf part mp masc acc sg ἀνά θεματίζω deposit perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατεθεματισμένων — ἀνά θεματίζω deposit perf part mp fem gen pl ἀνά θεματίζω deposit perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατεθεμάτικε — ἀνά θεματίζω deposit perf imperat act 2nd sg ἀνά θεματίζω deposit perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατεθεμάτικεν — ἀνά θεματίζω deposit perf ind act 3rd sg ἀνά θεματίζω deposit plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεθεμάτιζον — ἀνά θεματίζω deposit imperf ind act 3rd pl ἀνά θεματίζω deposit imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …   Википедия

  • θεματισμός — ο (Α θεματισμός) [θεματίζω] νεοελλ. μουσ. στον πληθ. οι θεματισμοί δύο από τα άφωνα μεγάλα σημάδια με τα οποία έγινε η σημειογραφία τού στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής αρχ. 1. διατύπωση, θέση, ορισμός υποθέσεως προς συζήτηση 2.… …   Dictionary of Greek

  • προθεματίζω — Μ προσφέρω τιμή για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θεματίζω «τακτοποιώ, υποστηρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνθεματίσαντες — σύν θεματίζω deposit aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατεθεματισμένη — ἀνά θεματίζω deposit perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”