- θεματίτης
θεματίτης, ἀγών, ὁ, = ϑεματικός, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεματίτης, ἀγών, ὁ, = ϑεματικός, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεματίτης — θεματίτης, ὁ (Α) [θέμα] επιγρ. 1. (για αγώνες) θεματικός, συνδεδεμένος με βραβείο («θεματίτης ἀγών» ο θεματικός αγώνας) 2. αυτός που καταθέτει χρήματα σε τραπεζίτες … Dictionary of Greek
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek