- λικμητήρ
λικμητήρ, ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητήρ, ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητήρ — winnower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητῆρες — λικμητήρ winnower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητῆρος — λικμητήρ winnower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek
λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek
λικμητηρίς — λικμητηρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμητήριο, λιχνιστήρι … Dictionary of Greek
λικμητρίς — λικμητρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμός* … Dictionary of Greek
νεικλητήρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λικμητήρ, Μεγαρείς». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. λικμώ] … Dictionary of Greek
neik- — neik English meaning: to winnow grain Deutsche Übersetzung: “Getreide schwingen” Material: Gk. λικμάω “handhabe die Getreideschwinge”, λικμητήρ “the das corn schwingt”, λικμός, λίκνον “Getreideschwinge”, diss. from *νικμός,… … Proto-Indo-European etymological dictionary