- λικμητηρίς
λικμητηρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 1, 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητηρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 1, 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητηρίς — λικμητηρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμητήριο, λιχνιστήρι … Dictionary of Greek
λικμητηρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)