- παρ-ακμαστικός
παρ-ακμαστικός, ή, όν, an Blüthe od. Kraft abnehmend, verblühend, Galen. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ακμαστικός, ή, όν, an Blüthe od. Kraft abnehmend, verblühend, Galen. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek