παρ-αιγίαλος

παρ-αιγίαλος

παρ-αιγίαλος, = παραιγιαλίτης, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

  • περιγιάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μεγάλος παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Λευκάδας του …   Dictionary of Greek

  • Katákolo — Κατάκολο Katákolo …   Wikipedia Español

  • Feiá — Φειᾷ Feiá Poblado de la Antigua Grecia Datos generales Ubicación …   Wikipedia Español

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • παραιγίαλος — ον, Α παραιγιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰγιαλός] …   Dictionary of Greek

  • παραιγιάλιος — ον, Α παραιγιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰγιαλός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • παραιγιαλίτης — ὁ, θηλ. παραιγιαλῑτις, ΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται ή ζει κοντά στον αιγιαλό, στην ακτή 2. ως ουσ. είδος ψαριού που ζει κοντά στον αιγιαλό μσν. το θηλ. ἡ παραιγιαλῑτις (ενν. θάλασσα) το τμήμα τής θάλασσας κοντά στον αιγιαλό («τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”