- λινό-πλεκτος
λινό-πλεκτος, aus Flachs geflochten, Nonn. D. 26, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-πλεκτος, aus Flachs geflochten, Nonn. D. 26, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσόπλεκτος — κισσόπλεκτος, ον (Α) φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινό πλεκτος, σχοινό πλεκτος] … Dictionary of Greek
λινόπλεκτος — λινόπλεκτος, ον (Α) πλεγμένος με λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. εύ πλεκτος, θεμί πλεκτος] … Dictionary of Greek