λινό-πεπλος

λινό-πεπλος

λινό-πεπλος, mit linnenem Gewand, δαίμων, Philp. 107 (VI, 231).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεβριδόπεπλος — νεβριδόπεπλος, ον (Α) (για τον Βάκχο και τους βακχεύοντες) αυτός που φορά νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδoς «δέρμα μικρού ελαφιού» + πέπλος (πρβλ. ιό πεπλος, λινό πεπλος)] …   Dictionary of Greek

  • στερφόπεπλος — ον, Α σκεπασμένος ή ντυμένος με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρφος, τὸ «δέρμα» + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. λινό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπεπλος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέπλος (πρβλ. λινό πεπλος)] …   Dictionary of Greek

  • λινόπεπλος — λινόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος, μελάμ πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • πέπλυφος — και πιθ. τ. πεπλόϋφος, ὁ, Α ο υφαντής πέπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. λινό υφος] …   Dictionary of Greek

  • περίπεπλος — ὁ Μ υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, το περιβόλαιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέπλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”