- θιβρός
θιβρός, auch θιμβρός geschrieben, dor. = ϑερμός, Schol. zu Nic. Th. 35, wo ϑιμβρὴν ὀφίων ἐπιλωβέα κῆρα steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιβρός, auch θιμβρός geschrieben, dor. = ϑερμός, Schol. zu Nic. Th. 35, wo ϑιμβρὴν ὀφίων ἐπιλωβέα κῆρα steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιβρός — και θιμβρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, ζεστός, ψημένος 2. απαλός, τρυφερός, αβρός («θιβρά Κύπρις», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίθετο τής αλεξανδρινής ποιήσεως, το οποίο λόγω τής αβέβαιης σημασίας του δεν έχει ερμηνευθεί επαρκώς. Υποστηρίχθηκε… … Dictionary of Greek
FIBER — animal ἀμφίβιον, idem cum castore, quam vocem vide supra; per universum Pontum plurimus Lutris similis est, animal morsu potentissimum, adeo ut cum hominem invadit, conventum dentium non prius laxet, quam concrepuisse persenserit fracta ossa.… … Hofmann J. Lexicon universale
θιμβρός — θιμβρός, ά, όν (Α) βλ. θιβρός … Dictionary of Greek