- θε-αρχία
θε-αρχία, ἡ, die höchsie Gottheit, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θε-αρχία, ἡ, die höchsie Gottheit, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀρχία — Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc nom/voc/acc dual Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc voc sg (attic doric) Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχίᾳ — Ἀρχίᾱͅ , Ἀρχίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιλικ(ι)αρχία — Κιλικ(ι)αρχία, ἡ (Α) η προεδρία τής συνόδου τών πόλεων τής Κιλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Κιλικαρχία < Κιλικάρχης, ενώ ο τ. Κιλικιαρχία < Κιλικία + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
Ἀρχίας — Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc acc pl Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχίαν — Ἀρχίᾱν , Ἀρχίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεραρχία — η η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + αρχία (< άρχω) πρβλ. αν αρχία, δυ αρχία] … Dictionary of Greek
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
Heide Göttner-Abendroth — (born February 8, 1941 in Langewiesen, Germany) is a German feminist advocating a branch of feminist anthropology known as Matriarchy Studies (also Modern Matriarchal Studies), focusing on the study of matriarchal or matrilineal societies.… … Wikipedia
Heptarquía — (Del gr. hepta, siete + arkho, mandar.) ► sustantivo femenino POLÍTICA, HISTORIA País dividido en siete reinos o gobierno simultáneo de siete personas. * * * heptarquía (de «hepta » y « arquía») f. País constituido por siete reinos. * * *… … Enciclopedia Universal
θεαρχία — η (AM θεαρχία) 1. η ύψιστη θεότητα, η ύψιστη θεία αρχή, το θείον, η ιδιότητα τού θεού ως άρχοντος τού κόσμου 2. η θεοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αρχία (< άρχος < άρχω), πρβλ. τριηρ αρχία (< τριήρ αρχος)] … Dictionary of Greek
μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… … Dictionary of Greek