λεύκ-οφρυς

λεύκ-οφρυς

λεύκ-οφρυς, υος, ἀγορή, mit weißen Augenbrauen, Orak. bei Her. 3, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek

  • κυανόφρυς — κυανόφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • λασιόφρυς — λασιόφρυς, υ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + ὀφρῡς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • μέσοφρυς — μέσοφρυς, υος, ὁ (Α) το μεσόφρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὀφρῡς (πρβλ. λεύκ οφρυς, μίξ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνοφρυς — μελάνοφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • λεύκοφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”