Λευκῇ — Λευκή fem dat sg (attic epic ionic) Λευκής masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκῃ — Λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκῃ — λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
Λευκῆ — Λευκής masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκῇ — λευκός light fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκή — λευκός light fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… … Dictionary of Greek