λεύσιμος

λεύσιμος

λεύσιμος, das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ ϑανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφϑοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω ϑύματος λευσίμου, 1089.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεύσιμος — λεύσιμος, ον (Α) [λεύω] 1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ ἀπορρῆξαί με δεῑ», Ευρ.) 2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» θάνατοι με λιθοβολισμό …   Dictionary of Greek

  • λεύσιμος — stoning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύσιμον — λεύσιμος stoning masc/fem acc sg λεύσιμος stoning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευσίμου — λεύσιμος stoning masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευσίμους — λεύσιμος stoning masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευσίμῳ — λεύσιμος stoning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύσιμα — λεύσιμος stoning neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύσιμοι — λεύσιμος stoning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

  • λευσίμωι — λευσίμῳ , λεύσιμος stoning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”