λεύσιμος — λεύσιμος, ον (Α) [λεύω] 1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ ἀπορρῆξαί με δεῑ», Ευρ.) 2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» θάνατοι με λιθοβολισμό … Dictionary of Greek
λεύσιμος — stoning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύσιμον — λεύσιμος stoning masc/fem acc sg λεύσιμος stoning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευσίμου — λεύσιμος stoning masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευσίμους — λεύσιμος stoning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευσίμῳ — λεύσιμος stoning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύσιμα — λεύσιμος stoning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύσιμοι — λεύσιμος stoning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… … Dictionary of Greek
λευσίμωι — λευσίμῳ , λεύσιμος stoning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)