- λεύσσω
λεύσσω (vgl. λευκός, γλαύσσω), nur praes. u. impf., seh en, erblicken, wahrnehmen, Il. 1, 120. 16, 70 u. öfter; auch ohne den accus., sehen, blicken, ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, Il. 3, 110; ἐπὶ πόντον, auf das Meer hinschauen, ἐς γαῖαν, 5, 771 Od. 9, 166; ἀϑάνατοι λεύσσουσι ὅσοι σκολιῇσι δίκῃσιν ἀλλήλους τρίβουσιν, Hes. O. 252; σϑένος ἀελίοιο λεύσσομεν Pind. P. 4, 145; Tragg. öfter, εἰ μὴ πέλας Ὀδυσσέα στείχοντα λεύσσομεν Soph. Phil. 1205; εἴς τινα, O. R. 1254, wie Od. 8, 171 u. Eur. Phoen. 396; ὁ μὴ λεύσσων, der Todte, Soph. Tr. 825, wie εἰ λεύσσει φάος, wenn er lebt, Eur. Phoen. 1084; κυάνεον δ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος Aesch. Pers. 80, vgl. φόνον λεύσσοντε προσώπῳ Theocr. 25, 137. Die Gramm. führen das fut. λεύσω, aor. ἔλευσα an; ἔλευσας ist alte Lesart Aesch. Pers. 696, wie λεύσσατε Soph. O. C. 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.