- θεό-μῑμος
θεό-μῑμος, Gott nachahmend, Diotog. Stob. flor. 48, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μῑμος, Gott nachahmend, Diotog. Stob. flor. 48, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμιμος — θεόμιμος, ον (Α) αυτός που μιμείται θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικό μιμος, παντό μιμος] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek