- θεό-ληπτος
θεό-ληπτος, von Gott ergriffen, begeistert, Plut., VLL.; auch tadelnd, abergläubisch, Plut. Her. malign. 2; bei Man. 4, 80. 548 ist ϑεόλημπτος l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-ληπτος, von Gott ergriffen, begeistert, Plut., VLL.; auch tadelnd, abergläubisch, Plut. Her. malign. 2; bei Man. 4, 80. 548 ist ϑεόλημπτος l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek
φιμόληπτος — ον, Μ φιμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος, μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek
μουσόληπτος — η, ο (Α μουσόληπτος, ον) αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες νεοελλ. πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος, φρενό ληπτος] … Dictionary of Greek
χριστόληπτος — και χριστόλημπτος, ον, ΜΑ εκκλ. αυτός που κατέχεται από τον Χριστό, που καταλαμβάνεται από έμπνευση προερχόμενη από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος. Για τον δ. τ. χριστό λημπτος πρβλ. τα σύνθ. σε… … Dictionary of Greek
φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… … Dictionary of Greek
Πανόληπτος — ον, Α αυτός που κατέχεται από τον θεό Πάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν, Πανός + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek