- θεό-θυτος
θεό-θυτος, Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-θυτος, Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… … Dictionary of Greek
θεόθυτος — θεόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς 2. (το ουδ, ως ουσ.) τό θεόθυτον το θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος, πάν θυτος] … Dictionary of Greek
κτηνόθυτος — κτηνόθυτος, ον (Α) (για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + θυτος (< θύω), πρβλ. θεό θυτος, ιερό θυτος] … Dictionary of Greek
ταυρόθυτος — ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη θυσία ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. θεό θυτος] … Dictionary of Greek