- θεό-θρεπτος
θεό-θρεπτος, dasselbe, Schol. Aesch. Pers. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-θρεπτος, dasselbe, Schol. Aesch. Pers. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόθρεπτος — θεόθρεπτος, ον (Α) θεοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, οικό θρεπτος] … Dictionary of Greek
κυκνόθρεπτος — κυκνόθρεπτος, ον (AM) αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + θρεπτος (< θ. θρεπ τού τρέφω, πρβλ. αόρ. ἔ θρεψ α), πρβλ. θεό θρεπτος, μελί θρεπτος] … Dictionary of Greek