- θεό-κλυτος
θεό-κλυτος, Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-κλυτος, Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκλυτος — θεόκλυτος, ον (Α) 1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς 2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό 3. αυτός που έχει θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά κλυτος, ονομά κλυτος] … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek