- θεό-κμητος
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich, βέλεμνα Qu. Sm. 3, 419, a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich, βέλεμνα Qu. Sm. 3, 419, a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] … Dictionary of Greek