- θεό-φρων
θεό-φρων, σνος, göttliches Sinnes, κοῦρος Pind. Ol. 6, 41, vgl. Ath. XI, 465 f. – Adv., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-φρων, σνος, göttliches Sinnes, κοῦρος Pind. Ol. 6, 41, vgl. Ath. XI, 465 f. – Adv., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόφρων — θεόφρων, ον (AM) αυτός που έχει θείο φρόνημα, ο ευσεβής («τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.). επίρρ... θεοφρόνως (AM) με τη θεία φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
κοσμόφρων — κοσμόφρων, ον (ΑM) αυτός που φροντίζει για τα γήινα, για τα πράγματα τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φρων, εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. (φρέν ες), πρβλ. θεό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
κτηνόφρων — κτηνόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται σαν κτήνος, κτηνώδης, κτηνοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν , πρβλ. φρένες), πρβλ. θεό φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
νεκρόφρων — νεκρόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ως θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό φρων, μωρό φρων] … Dictionary of Greek
τετραδόφρων — ονος, ό, ἡ, Μ (για τον Νεστόριο που κήρυσσε ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις οι οποίες προστίθενται στα άλλα δύο πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αυτός που πιστεύει σε τέσσερα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράς , άδος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek