- θεό-τἶμος
θεό-τἶμος, dasselbe; Pind. I. 5, 11; Orph. H. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-τἶμος, dasselbe; Pind. I. 5, 11; Orph. H. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότιμος — και θεοτίμος, ον (Α) θεοτίμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό τιμος, έν τιμος] … Dictionary of Greek
νυμφότιμος — νυμφότιμος, ον (Α) αυτός που τιμά τη νύφη ή που γίνεται προς τιμή τής νύφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τιμος (< τιμή), πρβλ. θεό τιμος] … Dictionary of Greek