- θεό-πνοος
θεό-πνοος, dasselbe, Porphyr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-πνοος, dasselbe, Porphyr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόπνους — θεόπνους, ουν και οος, οον (AM) ο θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ημί πνους, σύμ πνους] … Dictionary of Greek
μουσόπνους — μουσόπνους, ουν και οος, οον (Α) (για τον Ησίοδο) αυτός που αναδίδει μουσικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. θεό πνους, κρυφό πνους] … Dictionary of Greek
πυρίπνους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, οον, Α αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» τα τόξα τού Έρωτα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] … Dictionary of Greek
πύρπνους — ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, οον, Α αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» η αστραπή, Αισχύλ.). επίρρ... πυρπνόως Μ (για την κάθοδο τού Αγίου Πνεύματος την ημέρα τής Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + πνους / πνοος (<… … Dictionary of Greek