- θε-ωνυμικός
θε-ωνυμικός, ή, όν, den Namen Gottes betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θε-ωνυμικός, ή, όν, den Namen Gottes betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρωνυμικός — ή, ό (Α μητρωνυμικός, ή, όν) αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα τής μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»). επίρρ... μητρονυμικώς και ά με σχηματισμό από το όνομα τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ωνυμικός (< ωνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού … Dictionary of Greek
μαμμωνυμικός — μαμμωνυμικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει το όνομα τής μάμμης, τής γιαγιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαμμωνυμικόν (ενν. όνομα) το όνομα που λαμβάνεται από τη γιαγιά. Επιρρ. μαμμωνυμικῶς (Α) κατά το όνομα τής γιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + ωνυμικός… … Dictionary of Greek