λεω-φόρος

λεω-φόρος

λεω-φόρος, Volk tragend, ἡ λ., sc. ὁδός, Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ μάλιστα λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • παντοφορείο(ν) — το ονομασία που δόθηκε από τους λογίους τής εποχής στο ιπποκίνητο λεωφορείο που το 1836 άρχισε να εξυπηρετεί τη συγκοινωνία Αθήνας Πειραιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φορείο(ν) (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεω φορείο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”