- θεωροσύνη
θεωροσύνη, ἡ, = ϑεωρία, Maneth. 4, 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωροσύνη, ἡ, = ϑεωρία, Maneth. 4, 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωροσύνη — θεωροσύνη, ἡ (Α) η θεωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Μτγν. παράλλ. τ. τού θεωρία] … Dictionary of Greek
θεωροσύνην — θεωροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek