- θεωρεῖον
θεωρεῖον, τό, ein Ort zum Schauen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωρεῖον, τό, ein Ort zum Schauen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωρείο — το (Α θεωρεῑον) [θεωρός] νεοελλ. καθένα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα θεάτρου ή άλλης αίθουσας, που βρίσκονται ψηλότερα από την πλατεία και προορίζονται για ορισμένες ομάδες θεατών αρχ. μέρος από όπου βλέπει κάποιος … Dictionary of Greek