- λιχάζω
λιχάζω (λιχάς), vom Felsen stürzen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχάζω (λιχάς), vom Felsen stürzen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχάζω — (I) λιχάζω (Α) επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. λείχω* «γλείφω»), κατά τα ρ. σε άζω]. (II) λιχάζω (Α) ρίχνω κάποιον, τόν κατακρημνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχάς (κατά τον Ησύχ.) «απότομος»] … Dictionary of Greek