λιχάς

λιχάς

λιχάς, άδος, ἡ, der Zwischenraum zwischen dem ausgestreckten Daumen und Zeigefinger, λιχανός, die kleine Spanne, Poll. 2, 158; Mathem.. – Nach Hesych. auch ein steiler, jäher Felsen, wie λισσάς; λιχάδες werden bei demselben durch ὀστέα, κογχύλια, ψῆφοι erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιχάς — the space between the forefinger fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • Λιχάς — Sp Lichas Ap Λιχάς/Lichas L p lis Graikijoje (Eubojoje) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Λίχας — Λίχᾱς , Λίχας masc nom sg Λίχᾱς , Λίχης masc acc pl Λίχᾱς , Λίχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лихас — (Λίχας) спутник Геракла, принесший ему от Деяниры пропитанное ядом платье (см.). Когда яд стал действовать, обезумевший Геракл сбросил в море неповинного Л. По имени Л. названы скалистые о ва недалеко от Кенейского мыса. С небольшими изменениями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λιχάδες — λιχάς the space between the forefinger fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδι — λιχάς the space between the forefinger fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδος — λιχάς the space between the forefinger fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδων — λιχάς the space between the forefinger fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίχα — Λίχας masc voc sg (epic) Λίχᾱ , Λίχης masc nom/voc/acc dual Λίχης masc voc sg Λίχᾱ , Λίχης masc gen sg (doric aeolic) Λίχης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίχαν — Λίχας masc voc sg Λίχᾱν , Λίχης masc acc sg (epic doric aeolic) Λίχης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”