- λιχμαίνω
λιχμαίνω, = Vorigem, Opp. Cyn. 3, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμαίνω, = Vorigem, Opp. Cyn. 3, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμαίνω — (Α) γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek