λιχνεία

λιχνεία

λιχνεία, , Leckerei, Näscherei, auch Gefräßigkeit; Plat. Rep. VII, 519 b, im plur.; Luc. Tim. 55 u. a. Sp. Auch leckere Gerichte heißen λιχνεῖαι, neben ὄψον, Nicol. Dam. 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιχνεία — λιχνείᾱ , λιχνεία gluttony fem nom/voc/acc dual λιχνείᾱ , λιχνεία gluttony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνείᾳ — λιχνείᾱͅ , λιχνεία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνεία — η (AM λιχνεία) [λιχνεύω] λαιμαργία σε φαγητό και ποτό («ὅ,τι περὶ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος», Λουκ.) μσν. αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιχνεῑαι ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές …   Dictionary of Greek

  • λιχνείας — λιχνείᾱς , λιχνεία gluttony fem acc pl λιχνείᾱς , λιχνεία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνείαν — λιχνείᾱν , λιχνεία gluttony fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνειῶν — λιχνεία gluttony fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνεῖαι — λιχνεία gluttony fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνείαις — λιχνεία gluttony fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνώδης — λιχνώδης, ῶδες (AM) [λίχνος] επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες η λαιμαργία, η λιχνεία …   Dictionary of Greek

  • ядение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. βρῶσις) употребление в пищу; (ἔδεσμα) съестное …   Словарь церковнославянского языка

  • CUPPEDINARIUS — apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 30. Pinxit se ut cuppedinarium: Coquus est, a foro Cuppedinis, quod Varro perperam a Cuppedio quodam dictum autumat. Cuppedo enim veterib. Latinis idem, quod Cupido fuit. Lucretius, l. 4. v. 1083. Tam magis… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”