- λευκ-ήπειρος
λευκ-ήπειρος, mit. weißem Lande, weißerdig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-ήπειρος, mit. weißem Lande, weißerdig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσήπειρος — μεσήπειρος, ον (Α) ο μεσόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἤπειρος (πρβλ. λευκ ήπειρος)] … Dictionary of Greek
λευκήπειρος — λευκήπειρος, ον (Μ) αυτός που έχει άσπρο χώμα, λευκόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἤπειρος (πρβλ. μεσ ήπειρος)] … Dictionary of Greek