- λευκάς
λευκάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λευκός, Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λευκός, Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκάς — λευκάς, άδος, ἡ (Α) [λευκός] 1. (ως θηλ. τού λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.) 2. φύλλο φοινικιάς 3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.) 4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων β) «λευκάς … Dictionary of Greek
Λευκάς — mountain deadnettle fem nom sg Λευκά̱ς , Λευκή fem acc pl Λευκά̱ς , Λευκής masc acc pl (doric) Λευκά̱ς , Λευκής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάς — mountain deadnettle fem nom sg λευκά̱ς , λευκός light fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέυκας — Sp Leukãdė Ap Λευκάδα/Lefkada Sp Lefkadà Ap Λέυκας/Lefkas Sp Lèfkas Ap Λευκάδα/Lefkada L s. ir mst. Jonijos j.; Graikijos nomas … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λευκᾶς — Λευκή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκᾶς — λευκός light fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκας — Λεύκᾱς , Λεύκη leprosy fem acc pl Λεύκᾱς , Λεύκη leprosy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκας — λεύκᾱς , λεύκη leprosy fem acc pl λεύκᾱς , λεύκη leprosy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκά — Λευκάς mountain deadnettle fem voc sg Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc/acc dual Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc sg (doric aeolic) Λευκά̱ , Λευκής masc nom/voc/acc dual (doric) Λευκής masc voc sg (doric) Λευκής masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκά — λευκάς mountain deadnettle fem voc sg λευκόν white neut nom/voc/acc pl λευκός light neut nom/voc/acc pl λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc/acc dual λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκάδα — Λευκάς mountain deadnettle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)