- λευκο-είμων
λευκο-είμων, ον, = λευχείμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-είμων, ον, = λευχείμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτοείμων — όειμον, Α αυτός που είναι ντυμένος με σκοτεινά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. λευκο είμων] … Dictionary of Greek