- λευκο-κέφαλος
λευκο-κέφαλος, weißköpfig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-κέφαλος, weißköpfig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροκέφαλος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον (ενν. πάθος) η υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο κέφαλος, ξηρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
πυρροκέφαλος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει κόκκινο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο κέφαλος] … Dictionary of Greek
παχυκέφαλος — (pachycephalus). Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των λανιδών, που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα και μακριά ουρά. Το πιο γνωστό είναι ο π. ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση … Dictionary of Greek
Leucaena leucocephala — For other uses, see Ipil (disambiguation). Leucaena leucocephala Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia