λευκο-φαής

λευκο-φαής

λευκο-φαής, ές, weiß, hell, leuchtend; ψάμαϑος, Eur. I. A. 1054; αὐχήν, Nonn. D. 15, 231.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρυφαής — εὐρυφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει σε απόσταση, που λάμπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • θεοφαής — θεοφαής, ές (Μ) αυτός που λάμπει θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • ισοφαής — ἰσοφαής, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια λάμψη, την ίδια λαμπρότητα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, λευκο φαής] …   Dictionary of Greek

  • καινοφαής — καινοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει με καινούργιο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφαής — λαμπροφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • μισοφαής — μισοφαής, ές (ΑΜ) αυτός που μισεί το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. κεραυνο φαής, λευκο φαής] …   Dictionary of Greek

  • νεαροφαής — νεαροφαής, ές (Α) αυτός που ήλθε στο φως πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • πληροφαής — και πληρηφαής, ές, Α (για το πασχαλινό φεγγάρι) αυτός που λάμπει ολόγιομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροφαής — ἑτεροφαής, ές (Α) ο φωτεινός μόνο κατά το ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοφαής — ὀλιγοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ), + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”