- λευκο-φλέγματος
λευκο-φλέγματος, dasselbe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-φλέγματος, dasselbe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] … Dictionary of Greek