- λευκο-πάρειος
λευκο-πάρειος, weißwangig, Mel. 83 V, 160).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-πάρειος, weißwangig, Mel. 83 V, 160).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] … Dictionary of Greek
ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] … Dictionary of Greek
ισχνοπάρειος — ἰσχνοπάρειος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πάρειος (< πα ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
καλλιπάρειος — α, ο (AM καλλιπάρειος, ον) αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek
ροδοπάρειος — α, ο, Ν ροδομάγουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + παρειά «μάγουλο» (πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος)] … Dictionary of Greek
τρυφεροπάρειος — ον, Μ αυτός που έχει τρυφερά μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος] … Dictionary of Greek