- λευκο-πάρυφος
λευκο-πάρυφος, mit weißem Borstoß, Saum am Kleide, Plut. reg. apophth. Alex. p. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-πάρυφος, mit weißem Borstoß, Saum am Kleide, Plut. reg. apophth. Alex. p. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… … Dictionary of Greek
φοινικοπάρυφος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρυφος (< παρυφή), πρβλ. λευκο πάρυφος, χρυσο πάρυφος] … Dictionary of Greek
χρυσοπάρυφος — ον, Α (για ενδύματα) αυτός που έχει χρυσή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πάρυφος (< παρυφή), πρβλ. λευκο πάρυφος] … Dictionary of Greek