- λευκό-λινον
λευκό-λινον, τό, weißer Flachs, bes. bei den Phöniciern zu Schiffstauen gebraucht, Her. 7, 25. 34; Ael. H. A. 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-λινον, τό, weißer Flachs, bes. bei den Phöniciern zu Schiffstauen gebraucht, Her. 7, 25. 34; Ael. H. A. 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόλινον — τὸ, ΜΑ χρυσή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λίνον «λινάρι» (πρβλ. λευκό λινον)] … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
λευκόλινον — λευκόλινον, τὸ (Α) λευκό λινάρι που χρησίμευε για κατασκευή σχοινιών και ξαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + λίνον «λινάρι»] … Dictionary of Greek
λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
λινόστολος — λινόστολος, ον (Α) ντυμένος με λινά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στολος (< στολή), πρβλ. εύ στολος, λευκό στολος] … Dictionary of Greek
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek