λευκό-θριξ

λευκό-θριξ

λευκό-θριξ, -τριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… …   Dictionary of Greek

  • λειόθριξ — ο 1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος 2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας timaliidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. με… …   Dictionary of Greek

  • πυρρότριχος — η, ο / πυρρότριχος, ον, και πυρρόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό τριχος / λευκό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • λειψόθριξ — λειψόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του 2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πορφυρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, χρυσό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόθριξ — ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης 2. (για ίππο) καστανόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ, κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • μαλακόθριξ — μαλακόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει απαλό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”